- κἀκτοῦ
- ἐκτοῦ , κτάομαιprocure for oneselfimperf ind mp 2nd sg (attic ionic)ἐκτοῦ , κτέομαιprocure for oneselfimperf ind mp 2nd sg (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάκτου — κάκτος cardoon fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάκτοι — Κοινή ονομασία μιας ομάδας παχυφύτων, που ανήκουν στην οικογένεια των κακτιδών (δικοτυλήδονα, περίπου 1.500 είδη). Περιλαμβάνει χυμώδη φυτά, χαρακτηριστικά των υποτροπικών και τροπικών ερημικών περιοχών, διαδεδομένα ιδιαίτερα στο Μεξικό και στην… … Dictionary of Greek
Philétas — Pour les articles homonymes, voir Philétas (homonymie). Philétas … Wikipédia en Français
ACCLINI corpore honoratiores Salutandi mos — memoratur Arnobio l. 7. ubi de variis honorantium alios ritibus, Ut si quispiam visô potentissimi nominis atque auctoritatis virô, viâ decedat, assurgat, caput revelet, vehiculoque desiliat: tum deinde salutet acclinis, ancillarum servuli pavidas … Hofmann J. Lexicon universale
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
ντάλια — Γένος πολυετών ποωδών φυτών της οικογένειας των Συνθέτων ή Κομποζίτων (δικοτυλήδονα), το οποίο περιλαμβάνει αρκετά είδη και ποικιλίες με διακοσμητικά άνθη· κατάγονται από το Μεξικό, αλλά είναι διαδεδομένα σε όλους τους κήπους των εύκρατων… … Dictionary of Greek
πτέρνιξ — ικος, ὁ, Α ο μεσαίος καυλός τής σικελικής κάκτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτέρνη / πτέρνα + επίθημα ιξ, ικος (πρβλ. στέρν ιξ, χόλ ιξ)] … Dictionary of Greek
σαγκουάρος — και σαχουάρος, ο, Ν βοτ. κοινή ονομασία τού κάκτου Cereus giganteus τού γένους κέρεος, που ανήκει στην οικογένεια κακτίδες, τής Βόρειας Αμερικής, το οποίο ανθίζει για πρώτη φορά σε ηλικία 50 75 ετών και μπορεί να ζήσει έως 200 περίπου χρόνια … Dictionary of Greek
τέρνακα — Α (κατά τον Ησύχ.) «τῆς κάκτου τοῡ φυτοῡ καυλός». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ. με επίθημα αξ, ακος (πρβλ. δόναξ). Κατά μία άποψη η λ. έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο τ. *τέρνον, ος (πρβλ. αρχ. ινδ. tŕnamm «άχυρο, χόρτο», γερμ. Dorn «αγκάθι»)] … Dictionary of Greek
δικοτυλήδονα ή δικότυλα — Κλάση φυτών (ανθόφυτα ή φανερόγαμα) με ωοκύτταρα που βρίσκονται μέσα σε ωοθήκη. Αντίθετα από τα μονοκοτυλήδονα, των οποίων οι καρποί αποτελούνται από μία κοτυληδόνα, τα δ. έχουν καρπούς ή σπέρματα με δύο κοτυληδόνες. Στα δ. ανήκουν, για… … Dictionary of Greek